- ἰσχάδα
- ἰσχάςdried figfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισχάδα — η (Α ἰσχάς) νεοελλ. ελαφριά άγκυρα που χρησιμοποιείται για την ίσχαση μεγάλης άγκυρας ή για πλαγιοδέτηση τού πλοίου, κν. πινέλι αρχ. η άγκυρα που κρατά το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παλαιότατο τ. μετοχής τού ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» … Dictionary of Greek
ἰσχάδ' — ἰσχάδα , ἰσχάς dried fig fem acc sg ἰσχάδι , ἰσχάς dried fig fem dat sg ἰσχάδε , ἰσχάς dried fig fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσχαση — η ναυτ. [ισχάζω] η πόντιση άγκυρας πάνω στην οποία βρίσκεται μια άλλη μικρότερη, η ισχάδα … Dictionary of Greek
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
ισχάς — (I) ἰσχάς, άδος (Α) βλ. ισχάδα. (II) ἰσχάς, άδος, ή (ΑΜ) μσν. (για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη αρχ. 1. ξηρό σύκο 2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο 3. το φυτό ευφόρβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια τού επιθ. ἰσχνός και … Dictionary of Greek
ισχαδόδεσμος — ο δεσμός με τον οποίο προσδένεται η ισχάδα*, η μικρή άγκυρα που προσδένεται στα πλευρά τής μεγάλης άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς (Ι) + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. κεφαλό δεσμος στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία… … Dictionary of Greek
κουρέλα — η 1. (ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός προσώπου ή ομάδας προσώπων) εξευτελισμένος, ξεφτίλα 2. το υπερώριμο σύκο, η ισχάδα, η σκουμαΐδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλ α)] … Dictionary of Greek